- δύσπνοια
- Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής.
Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων, των πνευμόνων), αιματολογικής (αναιμία), νευρικής (αρτηριοσκλήρυνση και όγκοι του εγκεφάλου) ή τοξικής (ουραιμία, οξέωση κ.ά.) αιτιολογίας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση εξαρτάται από τη γενεσιουργό αιτία και στρέφεται κυρίως προς αυτήν.
Η δ. πρέπει να διακρίνεται από την ταχύπνοια, η οποία παρουσιάζει επιτάχυνση του ρυθμού της αναπνοής και συναντάται στο υγιές άτομο κατά τη διάρκεια ή ύστερα από έντονη μυϊκή προσπάθεια, χωρίς να προκαλεί αναπνευστική δυσχέρεια ή αίσθημα κακοδιαθεσίας.
* * *η (AM δύσπνοια)δυσκολία στην αναπνοή, γρήγορη και κουραστική αναπνοήαρχ.οι αντίθετοι άνεμοι.
Dictionary of Greek. 2013.